Οι φλόγες σάρωσαν πέρυσι το καλοκαίρι την Αττική και την Πεντέλη. Δέντρα χάθηκαν, σπίτια καταστράφηκαν, άνθρωποι ξεριζώθηκαν. Και μετά τι; Ένα κύμα «σωτήρων» με το όνομα «ιδιωτικές χορηγίες» κατέφθασε.
Επισκευές ελικοπτέρων και ανακατασκευές σπιτιών από την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, αντιδιαβρωτικά έργα στην Πεντέλη από την Τράπεζα Πειραιώς, ανακατασκευή του Κλειστού στη Νέα Πεντέλη από την TERNA, κάγκελα στην Παναγούλη από τη LAMDA Development, είδη ατομικής προστασίας από τον ΔΕΔΔΗΕ: οι ιδιώτες «ανέλαβαν δράση» εκεί όπου το κράτος αποσύρθηκε.
Ας μη γελιόμαστε. Ναι, βοήθησαν. Αλλά εδώ μιλάμε για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Η κρατική απουσία δεν καλύπτεται με χορηγίες. Δεν μπορούμε να μιλάμε για εταιρική κοινωνική ευθύνη, όταν η δημόσια πολιτική στηρίζεται στη φιλανθρωπία. Είναι παραίτηση.
Ακόμα χειρότερα. Η διαχείριση της κρίσης γίνεται επικοινωνία. Γιατί οι ιδιώτες δεν παρεμβαίνουν όπου υπάρχει ανάγκη για την κοινωνία, αλλά όπου αυτό μπορεί να συνδυαστεί με προβολή. Εκεί που φαίνεται το όνομά τους. Εκεί που «γράφει» η εικόνα. Και τότε η εταιρική κοινωνική ευθύνη μετατρέπεται σε public relations.
Και ποιος ελέγχει όλη αυτή τη «γενναιοδωρία»; Ποιος αποφασίζει πού θα πάνε τα λεφτά, ποιος θα ωφεληθεί και ποιος όχι; Σίγουρα όχι οι πολίτες. Οι κρατικές δαπάνες υπόκεινται –ή τουλάχιστον πρέπει να υπόκεινται– σε έλεγχο, διαφάνεια, λογοδοσία. Οι χορηγίες; Ό,τι πει ο δωρητής. Καμία εγγύηση, κανένας απολογισμός.
Κι όταν η χορηγία τελειώσει, τι μένει; Μια κοινωνία που συνηθίζει να ζει με τις «ευγενικές προσφορές»; Αν αύριο το ενδιαφέρον των μέσων και του κοινού στραφεί αλλού ή αν εξαντληθεί ο προϋπολογισμός της εταιρείας για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, τι γίνεται; Μπορούν οι φυσικές καταστροφές να αντιμετωπίζονται με πακέτα βοήθειας της μιας φοράς; Εδώ χρειάζεται σταθερότητα, συνέχεια, σχεδιασμός. Χρειάζεται ένα κράτος που δεν κρύβεται πίσω από τους «χορηγούς».
Το πιο σοβαρό είναι ότι αυτή η μετατόπιση ευθύνης αλλοιώνει τη βασική συμφωνία πάνω στην οποία λειτουργεί μια δημοκρατική κοινωνία, τη συμφωνία μεταξύ πολιτών και κράτους. Γιατί να πληρώνεις φόρους, όταν κάθε κρίση «λύνεται» από έναν «καλό χορηγό»; Πληρώνουμε για να έχουμε προστασία, υποδομές, πρόληψη και αποκατάσταση. Δεν θυμόμαστε άλλη φορά να βλέπουμε τόσο άμεσα υπουργούς να καλούν ιδιωτικές εταιρείες να παρέμβουν και στη συνέχεια να τις επαινούν για την παρέμβασή τους, ενώ κάνουν ουσιαστικά τη δουλειά του κράτους.
Ζούμε σε χορηγούμενη δημοκρατία, όχι σε οργανωμένο κράτος. Αν όλο αυτό το διαφημιστικό σόου δεν γινόταν επί τούτου, θα ήταν ουσιαστικά μια αναγνώριση της αποτυχίας τους. Η αντίληψη ότι για οποιοδήποτε θέμα το επίσημο κράτος θα απευθύνεται σε κάποιον ιδιώτη δείχνει ότι είναι ασόβαρο και αποτυχημένο. Αλλά αυτή η πολυπλόκαμη ομάδα που σήμερα διαφεντεύει τον τόπο δεν το σκέφτεται καθόλου έτσι. Ίσα ίσα που κάθε κρίση αναδεικνύεται σε ευκαιρία για να διαφημιστεί ο ιδιωτικός τομέας και η «ευελιξία» του και ταυτόχρονα να δυσφημιστεί στην πράξη η καθυστερημένη αντίδραση του κράτους και του δημοσίου. Δωρίζουν π.χ. «ένα σχολείο» ή «ένα πυροσβεστικό όχημα» ή «έναν αξονικό τομογράφο», και μετά όλα τα λειτουργικά έξοδα, συντήρηση, προσωπικό, ρεύμα, πετρέλαιο, αναλώσιμα, μισθοί, ασφάλεια, βαραίνουν το δημόσιο. Κι όταν το κράτος δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος, η υποδομή απαξιώνεται και η κοινή γνώμη δεν κατηγορεί τον «δωρητή», αλλά το «ανίκανο κράτος». Εν τω μεταξύ, η εταιρεία ή το ίδρυμα έχει βγάλει ανακοινώσεις, έχει κόψει κορδέλες, έχει φτιάξει βίντεο, έχει κάνει καμπάνιες για το «κοινωνικό της πρόσωπο». Πήρε πόντους εταιρικής ευθύνης (και φοροαπαλλαγής), χωρίς να πάρει την ευθύνη.
Προφανώς δεν είμαστε αντίθετοι στη συμπληρωματική υποστήριξη των ιδιωτών, αλλά μόνο όταν αυτή γίνεται με σεβασμό στον δημόσιο σχεδιασμό και όχι ως υποκατάστασή του. Και η στάση μας και η απάντησή μας δεν μπορεί να είναι, απλά, ευγνωμοσύνη. Αλλά συνεχής διεκδίκηση για δημόσιο σχεδιασμό, για πρόληψη, αποκατάσταση και δίκαιη ανασυγκρότηση με δημόσιο έλεγχο. Για όλους.
Η ανάγκη για λειτουργικό δημόσιο φάνηκε τόσο φωναχτά την περίοδο της πανδημίας του covid, ώστε κάθε άλλη επιχειρηματολογία θα έπρεπε να είναι περιττή.
Απλά, δεν μπορεί να συνηθίζουμε στη φιλανθρωπία.
ΠΠΠ